μαγεία

μαγεία
Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν και πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Γίνονταν ευνοϊκά δεκτοί από τα λιγότερο μορφωμένα στρώματα του πληθυσμού, καμιά φορά όμως κατάφερναν να εισχωρήσουν και στην Αυλή των Ρωμαίων αυτοκρατόρων· γενικά όμως οι καλλιεργημένες τάξεις τους περιφρονούσαν. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, οι συγγραφείς άρχισαν να χρησιμοποιούν τον όρο μ. για να χαρακτηρίσουν τη δραστηριότητα διαφόρων αγυρτών, που κινούνταν στο περιθώριο της επίσημης θρησκείας. Με την εμφάνιση του χριστιανισμού, η μ. θεωρήθηκε δεισιδαιμονία ή, ακόμα χειρότερα, αμαρτωλή δραστηριότητα, μέσω της οποίας οι μάγοι προσπαθούσαν να παραποιήσουν τις θρησκευτικές τελετές, χρησιμοποιώντας τη βοήθεια του διαβόλου. Έτσι, η διανοητική αντίθεση που προϋπήρχε μεταξύ επίσημης θρησκείας και μ. μετατράπηκε σε θεολογική αντίθεση, στην οποία αντίθετοι πόλοι ήταν ο Θεός και ο Διάβολος. Συνέπεια μιας τέτοιας τοποθέτησης υπήρξε η δίωξη των μάγων (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και οι αλχημιστές), τόσο από τις θρησκευτικές όσο και από τις κοσμικές αρχές, γεγονός που κατά τον Μεσαίωνα είχε ως αποτέλεσμα σωρεία δικών για μ.· οι ένοχοι καταδικάζονταν σε θάνατο στην πυρά. Όταν τον 19ο αι. άρχισε η επιστημονική μελέτη των θρησκειών, η ιστορική αντίθεση μεταξύ της επίσημης λατρείας και των μαγικών δραστηριοτήτων, που βρίσκονταν στο περιθώριο, διευρύνθηκε κατά αφηρημένο τρόπο και περιέλαβε και τις δύο έννοιες, θρησκείας και μ. Ο όρος μ. υιοθετήθηκε για να καταδείξει καθετί που στη συγκριτική έρευνα δεν μπορούσε εύκολα να ενταχθεί στα παραδεδομένα σχήματα για την αποδοχή μιας θρησκείας ως τέτοιας, όποιο δηλαδή στοιχείο στις θρησκείες των πρωτόγονων λαών δεν ανταποκρινόταν στους κανόνες των κλασικών (πολυθεϊστικών) θρησκειών, ούτε σε εκείνους των νεότερων (μονοθεϊστικών) θρησκειών, δηλαδή στην ουσία ό,τι δεν ανταποκρινόταν στη λατρεία θεότητας ή μοναδικού θεού. Αντίθετα, όλα αυτά φαίνονταν να ταυτίζονται με μερικές επιβιώσεις στα λαϊκά στρώματα, ιδιαίτερα στους αγροτικούς πληθυσμούς, χωρίς προοπτικές απορρόφησης εκ μέρους της χριστιανικής ορθοδοξίας. Αυτό οδήγησε αναπόφευκτα σε μια αρνητική θεώρηση των θρησκευτικών αυτών σχηματισμών στους οποίους η μ. ή αυτό που εκλαμβάνονταν ως μ., ήταν η κυρίαρχη θρησκευτική έκφραση και όχι μια δευτερεύουσα εκδήλωση των κατώτερων στρωμάτων της κοινωνίας. Έτσι η μ. κατέληξε να θεωρείται υπόλειμμα μιας προθρησκευτικής φάσης της ανθρωπότητας. Ορισμένοι ερευνητές αναγνώρισαν σε αυτήν ένα είδος ψευδοεπιστήμης, μιας «επιστήμης που είχε χάσει τον δρόμο της» ή την απόπειρα του πρωτόγονου ανθρώπου να δημιουργήσει μια επιστήμη, η οποία όμως δεν σημείωσε απόλυτη επιτυχία, επειδή ήταν ανίκανος να διακρίνει τις πραγματικές σχέσεις μεταξύ αιτίων και αποτελεσμάτων (Τέιλορ, Φρέιζερ κ.ά.). Σε μια τέτοια τάξη ιδεών υπάρχει διάκριση μεταξύ μιμητικής μ. και συμπαθητικής (δηλαδή μεταδοτικής) μ. Η πρώτη θα ανταποκρινόταν στην εσφαλμένη αρχή, ότι το όμοιο παράγει όμοιο: έτσι, για παράδειγμα, για να παράγουν βροχή θα έχυναν νερό, μιμούμενοι με τον ήχο τυμπάνων τον κρότο της βροντής· ή για να πετύχουν αποδοτικό κυνήγι, θα απομιμούνταν μια κυνηγετική εξόρμηση που θα τελείωνε με τον φόνο των επιθυμητών ζώων κλπ. Η δεύτερη θα βασιζόταν στην ιδιότητα της μεταδοτικότητας: δηλαδή για να παράγουν ένα αποτέλεσμα σε κάποιον, θα ενεργούσαν πάνω σε κάτι, με το οποίο βρίσκεται ή είχε έρθει σε επαφή, όπως όταν θέλοντας να προκαλέσουν τον θάνατο ενός προσώπου έκαιγαν μια τούφα από τα μαλλιά του ή κατέστρεφαν κάτι άλλο που ανήκε σε αυτόν. Άλλοι μελετητές, ακολουθώντας τον Μάρετ, αναγνώρισαν στη μ. ένα σύστημα πρακτικών, που είχε σκοπό να χρησιμοποιήσει προς ίδιο όφελος μια απρόσωπη δύναμη, που η πρωτόγονη ανθρωπότητα πίστευε ότι ήταν διαδεδομένη στη φύση. Η γαλλική κοινωνιολογική σχολή, διατηρώντας τη συσχέτιση μεταξύ θρησκείας και τυπικής μ., χαρακτήρισε ως μαγικές τις ατομικές θρησκευτικές πρακτικές, οι οποίες είναι αντίθετες προς τις θρησκευτικές δραστηριότητες ολόκληρης της κοινότητας και τις έκρινε αρνητικές, ως ένα είδος λειψάνου αντίστασης δηλαδή στον σχηματισμό μιας κοινωνίας η οποία παρείχε εγγυήσεις μιας αληθινής πολιτιστικής ανάπτυξης (Χένρι Χιούμπερτ και Μαρσέλ Μάους). Οπωσδήποτε, κατά τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η μ. εξοβελίστηκε στην πιο χαμηλή βαθμίδα της θρησκευτικής εξέλιξης, σύμφωνα με τις θεωρίες που κυριαρχούσαν στις σπουδές τον 19ο αι.. Μεταγενέστερα, με το ξεπέρασμα των εξελικτικών θεωριών, από μια καθαρά φαινομενολογική άποψη, οι επιστήμονες συνήθιζαν να περιορίζουν την τεχνική χρήση του όρου μ. σε όλες εκείνες τις τελετουργίες που υποστηρίζουν ότι επιτυγχάνουν άμεσα κάποιον τελικό σκοπό, χωρίς δηλαδή να προσφύγουν στην επέμβαση υπερανθρώπινων οντοτήτων, θεοτήτων, πνευμάτων, δαιμόνων κ.ά. Ένας πιο πρόσφατος περιορισμός της χρήσης του όρου θεωρεί μαγικές μόνο τις τελετουργίες εκείνες που έχουν σκοπό να πετύχουν ένα αποτέλεσμα αντικειμενικά πραγματικό (για παράδειγμα τη βροχή), διακρίνοντάς τις έτσι από τις τελετουργίες, το αποτέλεσμα των οποίων είναι πραγματικό μόνο για εκείνον ο οποίος τις εκτελεί, όπως για παράδειγμα οι τελετουργίες εξαγνισμού που προϋποθέτουν μια εξειδικευμένη έννοια καθαρότητας, η οποία μπορεί να ισχύει για μια θρησκεία, όχι όμως και για κάποια άλλη. Συνηθίζεται να ονομάζεται λευκή μ. εκείνη που αποσκοπεί να παράγει ένα ευεργέτημα, για παράδειγμα τη θεραπεία ενός αρρώστου, και μαύρη μ. εκείνη που αποβλέπει σε κακούς σκοπούς. Η πρακτική της μαύρης μ. είναι διαδεδομένη παγκοσμίως και καταδικάζεται. Υπάρχει μια τυπολογική διαφορά μεταξύ της μ. που προαναφέρθηκε και της μαύρης μ., με βάση τα ακόλουθα κριτήρια: 1) η μ., όπως εκτέθηκε πιο πάνω, είναι η εξήγηση αυτόνομων τελετουργιών, που πιστεύεται ότι δρουν χωρίς την επέμβαση υπερανθρώπινων όντων, ενώ η μ. της δεύτερης κατηγορίας ενεργεί στο περιβάλλον ή με τη βοήθεια πνευμάτων και δαιμονικών οντοτήτων· 2) η μαγική τελετουργία της πρώτης κατηγορίας μπορεί να μην απαιτεί εξειδικευμένο χειριστή και κυρίως μπορεί να εκτελεστεί χωρίς να προκαλέσει μεταβολές στην ηθικοκοινωνική προσωπικότητα του υποκειμένου, ενώ αυτός που ασκεί τη μαύρη μ. λαμβάνει συνειδητά θέση έξω από την κανονική ανθρώπινη τάξη και τον αληθινό τρόπο ύπαρξής του τον βρίσκει στην εξωανθρώπινη, που νοείται εχθρική στον άνθρωπο. Η μαύρη μ. πραγματοποιείται στα σχήματα μιας οποιασδήποτε δυαρχικής αντίληψης του κόσμου, δηλαδή μιας ιδεολογίας που έχει ως θεμέλιό της τον αγώνα μεταξύ δύο αντιτιθέμενων αρχών. Οι αρχές αυτές μπορεί να είναι προσωποποιήσεις υπερανθρώπινων οντοτήτων (αγαθά πνεύματα εναντίον κακοποιών πνευμάτων, θεότητες εναντίον δαιμόνων κλπ.) ή να εκφράζονται με σύμβολα (φως εναντίον σκότους, αρσενικό εναντίον θηλυκού, ουρανός εναντίον Γης κλπ.) και, σε ένα επίπεδο πιο ηθικό, από αντιτιθέμενες αξίες (καλό εναντίον κακού, δικαιοσύνη εναντίον αδικίας, αλήθεια εναντίον ψεύδους). Μέσα στα σχήματα αυτά, η μαύρη μ. εμφανίζεται ως ενεργός παράγοντας της πάλης, σε συμμαχία με τις κακοποιές οντότητες, εκφραζόμενη θετικά με τα σύμβολα και τις αξίες εκείνες τις οποίες η κοινότητα θεωρεί, αντίθετα, κατά παράδοση αρνητικές. Εκείνοι που προσφεύγουν στη μαύρη μ. και εκείνοι που την ασκούν, το κάνουν πάντοτε σε αντίθεση προς το ισχύον ηθικοθρησκευτικό σύστημα. Όπου, όπως στον χριστιανικό κόσμο, οι θετικές αξίες είναι θεμελιωμένες στην παρουσία ενός αγαθού και δίκαιου θεού και οι αρνητικές στη δράση του διαβόλου, του κυρίως πονηρού, η μαύρη μ. ενεργεί σε συμμαχία με τον διάβολο. Όπου, όπως στην αρχαία Ελλάδα, οι θετικές και αρνητικές αξίες είχαν αντίστοιχα δύο πόλους, τους ουράνιους Ολύμπιους θεούς και τους θεούς του Κάτω κόσμου, οι τελευταίοι αυτοί θεωρούνται σύμμαχοι της μαύρης μ. Αν η αντίθεση, όπως συμβαίνει σε πολλούς αρχαϊκούς πολιτισμούς, έχει σταθεροποιηθεί σε έναν θετικό κόσμο των ζωντανών και σε έναν αρνητικό των νεκρών, η μ. χρησιμοποιεί τον κόσμο των νεκρών (νεκρομαντεία). Σε πολλές πρωτόγονες κοινότητες η επιβουλή κατά της κοινωνικής ζωής μπορεί να εξατομικευτεί άμεσα και ρεαλιστικά στην απειλητική παρουσία άγριων θηρίων: τα ζώα αυτά παίρνουν τότε αντικοινωνικές ιδιότητες και συχνά γεννιέται το στοιχείο του μάγου, ο οποίος τη νύχτα μεταμορφώνεται σε θηρίο που κυνηγά ανθρώπινα θύματα (τύπος λυκανθρώπου). Η σκόπιμη ανατροπή των αξιών από τη μ. εξηγείται ως διαμαρτυρία και εξέγερση εναντίον των συνθηκών της ζωής του ανθρώπου· είναι το ίδιο κίνητρο που συναντούμε στην προέλευση των διαφόρων φαινομένων, όπως μερικές ψυχώσεις, ο αλκοολισμός, και αυτός ακόμα ο θρησκευτικός μυστικισμός. Μια ιδέα της σχέσης ανάμεσα σε τόσο διαφορετικά μεταξύ τους φαινόμενα παρέχει η ευρωπαϊκή μαύρη μ., έτσι όπως παρουσιάστηκε στις επίσημες δίκες εναντίον μάγων, τουλάχιστον έως τον 17o αι. στη Δύση. Εκείνοι που ασκούν μαύρη μ. φαίνονται, με τα σημερινά κριτήρια, κυρίως παρανοϊκοί, έτσι που σήμερα η Δυτ. Καθολική Εκκλησία τείνει να θεωρεί τα επεισόδια της μαύρης μ. υπό πρίσμα μάλλον ψυχοπαθολογικό παρά θρησκευτικό. Τονίζονται, εξάλλου, ιδιαίτερα τα μεθυστικά αποτελέσματα των φίλτρων που χρησιμοποιούνταν στη μ.: ήταν ίσως ουσίες που προκαλούσαν παραληρήματα, κατά τα οποία τα υποκείμενα πίστευαν ότι μετείχαν πράγματι στις μυστικές διαβολικές συγκεντρώσεις («Σάββατα») και δεν τους τρόμαζαν οι απειλές ότι θα τους έκαιγαν ζωντανούς, απειλές τις οποίες συχνά αντιμετώπιζαν με την τυπική απελπισία του αλκοολισμού. Όσο για τις αναλογίες προς τον θρησκευτικό μυστικισμό, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Ζαν ντ’ Αρκ, μυστικίστριας και αγίας, η οποία κατηγορήθηκε για μ. Αλλά φυσικά, οι τυπικές και γενετικές αναλογίες δεν αρκούν για να περιληφθούν φαινόμενα τόσο διαφορετικά σε ένα μοναδικό σχήμα. Ακόμα και όταν όλα προέρχονται από ένα συναίσθημα αποστέρησης, η μ. δεν μετουσιώνεται σε βιοψυχική απροσαρμοστικότητα (ψύχωση) ούτε σε αποφυγή των ατομικών ευθυνών (αλκοολισμός) ούτε σε απάρνηση καθετί κοσμικού (μυστικισμός), αλλά σε επίθεση εναντίον των θεμελιωδών αξιών και των φυσικών προσώπων της κοινωνίας. Εξάλλου, η δυνατότητα πραγματοποίησής της δίνεται από την ίδια την κοινωνία, η οποία, καθορίζοντας ένα πεδίο δράσης της μ., έχει σκοπό να υπερασπιστεί ενεργά τις θεμελιώδεις αξίες της. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η άσκηση της μαύρης μ. είναι διαδεδομένη παντού και καταδικάζεται παντού. Οι αρχαιότεροι ρωμαϊκοί νόμοι προέβλεπαν την τιμωρία εκείνου που θα έβλαπτε με μαγικά μέσα τη συγκομιδή του πλησίον. Το «κυνήγι των μάγων» του Μεσαίωνα συναντάται και σήμερα σε πολλούς πρωτόγονους λαούς, στους οποίους δεν υπάρχει δυστυχία, αρρώστια, θάνατος που να μην αποδίδεται στις ενέργειες ενός μαύρου μάγου. Στους ιθαγενείς της Αυστραλίας είναι τυπική η διαδικασία με την οποία προσπαθούν να καθορίσουν ποιος μάγος προκάλεσε τον θάνατο κάποιου. Συγκέντρωση μάγων και μαγισσών για τη λατρεία του διαβόλου, σε ζωγραφικό πίνακα. Φυλαχτό μαγείας από το Θιβέτ. Παλαιά ξυλογραφία, που απεικονίζει μάγισσες στην πυρά, γεγονός συχνό κατά τον Μεσαίωνα και την εποχή της Μεταρρύθμισης. Συνταγή μαύρης μαγείας, για να γλιτώσει κανείς από θανάσιμο κίνδυνο· είναι της σύγχρονης εποχής και προέρχεται από τη Λευκανία της Ιταλίας (Μουσείο Λαϊκών Παραδόσεων, Ρώμη). Προσφυγή στις συμβουλές μάγου, ψηφιδωτό του Διοσκουρίδη του Σάμιου (Έπαυλη του Κικέρωνα, Πομπηία).
* * *
η (AM μαγεία, Μ και μαγειά) [μαγεύω]
η μαγική τέχνη, τα μάγια, η χρησιμοποίηση φίλτρων, φαρμάκων, μαγγανειών, επωδών και άλλων μυστηριωδών μεθόδων ή μέσων, με σκοπό την πρόκληση υπερφυσικής ενέργειας τών μυστικών δυνάμεων τής φύσης πάνω στον άνθρωπο
νεοελλ.
1. μτφ. καθετί εξαίσιο που προκαλεί μεγάλη ψυχική ευχαρίστηση, γοητεία, απόλαυση («η βραδιά είναι μαγεία»)
2. φρ. α) «μαύρη μαγεία» — μαγεία με επίκληση κακοποιών, διαβολικών δυνάμεων για την πρόκληση κακού
β) «λευκή μαγεία» — η τέχνη τής δημιουργίας ευνοϊκών αποτελεσμάτων, τα οποία φαινομενικά είναι θαυμαστά και μυστηριώδη, στην πραγματικότητα όμως οφείλονται σε φυσικά αίτια
γ) «ως διά μαγείας» — αιφνίδια, απροσδόκητα, σαν από υπερφυσική δύναμη
μσν.
κάθε μέσο που χρησιμοποιείται για μαγικό σκοπό, μαγική ενέργεια, μάγια
αρχ.
η θεολογία και η θεολατρία τών μάγων («ὧν ὁ μὲν μαγείαν τε διδάσκει τὴν Ζωροάστρου», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαγεία — μαγείᾱ , μαγεία theology of the Magians fem nom/voc/acc dual μαγείᾱ , μαγεία theology of the Magians fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγείᾳ — μαγείᾱͅ , μαγεία theology of the Magians fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγεία — η 1. η τέχνη των αρχαίων μάγων: Η μαγεία ήταν συνηθισμένη στους ανατολικούς λαούς. 2. η χρησιμοποίηση απατηλών μεθόδων για πρόκληση υπερφυσικών δυνάμεων, τα μάγια: Την ενδιαφέρει ό,τι σχετίζεται με τη μαγεία. 3. γοητεία, ευχαρίστηση, ηδονή: Η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγείας — μαγείᾱς , μαγεία theology of the Magians fem acc pl μαγείᾱς , μαγεία theology of the Magians fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγείαν — μαγείᾱν , μαγεία theology of the Magians fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγειῶν — μαγεία theology of the Magians fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγεῖαι — μαγεία theology of the Magians fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγείαις — μαγεία theology of the Magians fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκρυφισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται όλα τα ιστορικο πολιτιστικά φαινόμενα, σε οποιαδήποτε χώρα, εποχή ή πολιτισμό, τα οποία συνίστανται στην κατοχή και την άσκηση μιας μυστικής διδασκαλίας, λίγο έως πολύ πολύπλοκης και συστηματικής, που έχει ως… …   Dictionary of Greek

  • μάγος — Στην αρχαιότητα, το μέλος μιας μηδικής φυλής με βαθιά γνώση της θρησκείας, που επιδιδόταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηριζόταν για τις επιστημονικές του γνώσεις· επίσης, ο ιερέας και σοφός των αρχαίων Περσών που ασχολείτο με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”